FAQs About the word griper

τσιμπίδα

One who gripes; an oppressor; an extortioner.

μωρό,γκρινιάρης,Κάβουρας,κλαψιάρης,μίζερος,γκρινιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάζω,γκρινιάρης

Χαρούμενος κατασκηνωτής

gripeful => γκρινιάρης, griped => γκρίνιαζε, gripe => παράπονο, grip => λαβή, griot => Γκριο,