FAQs About the word sniveler

μουρμούρης

a person who breathes audibly through a congested nose

μωρό,γκρινιάρης,κλαψιάρης,γκρινιάρης,γκρινιάρης,Κάβουρας,μίζερος,γκρινιάρης,τσιμπίδα,γκρινιάρης

Χαρούμενος κατασκηνωτής

snivel => μυγγοκόπτω, snitcher => καραφλής, snitch => σπιούνος, snit => διαμάχη, snips => αποσπάσματα,