FAQs About the word bawler

κλαψιάρης

someone who communicates vocally in a very loud voice, a loud weeperOne who bawls.

κλαψιάρης,γκρινιάρης,στριγκλιάρης,squawker,θρηνητής,πρόσωπο που κλαίει,μωρό,αδερφή,γκρινιάρης,Κάβουρας

Χαρούμενος κατασκηνωτής

bawled => κλαίω με λυγμούς, bawl out => μαλώνω, bawl => ουρλιάζω, bawhorse => άλογο για καροτσάδα, bawdy => άσεμνος,