Greek Meaning of bawling out

Ξεφωνίζω

Other Greek words related to Ξεφωνίζω

Definitions and Meaning of bawling out in English

Wordnet

bawling out (n)

a severe scolding

FAQs About the word bawling out

Ξεφωνίζω

a severe scolding

Κατηγορείν,επίπληξη,ομιλητής,Επιπλήττω,επίπληξη,κάλεσμα κάτω,κιγκλίδωμα (στους ή απέναντι),εξαλμένος (με),βρισιά (έξω),νουθετώντας

Εγκριτικός,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,εξυμνώντας,επικυρώνοντας,επαινετικός,επαινετικό

bawling => ουρλιάζοντας, bawler => κλαψιάρης, bawled => κλαίω με λυγμούς, bawl out => μαλώνω, bawl => ουρλιάζω,