Greek Meaning of faulting

σφάλμα

Other Greek words related to σφάλμα

Definitions and Meaning of faulting in English

Wordnet

faulting (n)

(geology) a crack in the earth's crust resulting from the displacement of one side with respect to the other

Webster

faulting (p. pr. & vb. n.)

of Fault

Webster

faulting (n.)

The state or condition of being faulted; the process by which a fault is produced.

FAQs About the word faulting

σφάλμα

(geology) a crack in the earth's crust resulting from the displacement of one side with respect to the otherof Fault, The state or condition of being faulted; t

Κατηγορείν,καταδικαστικός,καταγγέλλοντας,χτύπημα,κριτικός,επιτιθέμενος,επικριτικός,παραπονούμενος,τηγάνισμα,επίπληξη

Εγκριτικός,εξυμνώντας,επαινετικός,επικύρωση,επαινετικό,Συστήνοντας,επιβάλλων κυρώσεις,αποθεώνοντας,επικυρώνοντας

faultiness => λάθος, faultily => ελαττωματικά, faultful => ελαττωματικός, fault-finding => εντοπισμός σφάλματος, faultfinding => εντοπισμός σφάλματος,