Greek Meaning of lashing
μαστίγωμα
Other Greek words related to μαστίγωμα
- τιμωρία
- καταδίκη
- κριτική
- καταγγελία
- Διατριβή
- ρήτρα
- ύβρις
- θρήνος
- Επίπληξη
- Επίπληξη
- Τειράδες
- επίπληξη
- Βρισιά
- Κακοποίηση
- μαλώνω
- πλαϊνό
- μομφή
- αποσβέσεις
- απαξίωση
- εκδορά
- φλιππική
- φλυαρία
- επίπληξη
- επίπληξη
- υποτίμηση
- αυστηρή επικριτική
- Νουθεσία
- νουθεσία
- επίπληξη
- απόσβεση
- κατάρα
- διάλεξη
- ύβρι
- Κήρυγμα
- κακούργημα
Nearest Words of lashing
- lasher => μαστιγωτής
- lashed => μαστιγωμένος
- lash together => Δέσιμο μαζί
- lash => Μάστιγα
- laserwort => Laserwort
- laser-assisted subepithelial keratomileusis => Υποεπιθηλιακή κερατομιλεόλυση με τη βοήθεια λέιζερ
- laser-assisted in situ keratomileusis => Διαθλαστική χειρουργική κερατοεπιπεδόπλαστική με χρήση λέιζερ
- laser trabecular surgery => Λέιζερ λοβοχειλεκτομή
- laser printer => Εκτυπωτής λέιζερ
- laser beam => Δέσμη λέιζερ
Definitions and Meaning of lashing in English
lashing (n)
beating with a whip or strap or rope as a form of punishment
rope that is used for fastening something to something else
lashing (s)
violently urging on by whipping or flogging
lashing (n.)
The act of one who, or that which, lashes; castigation; chastisement.
See 2d Lasher.
FAQs About the word lashing
μαστίγωμα
beating with a whip or strap or rope as a form of punishment, rope that is used for fastening something to something else, violently urging on by whipping or fl
τιμωρία,καταδίκη,κριτική,καταγγελία,Διατριβή,ρήτρα,ύβρις,θρήνος,Επίπληξη,Επίπληξη
εκδήλωση θαυμασμού,Έγκριση,αναφορά,Εγκώμιο,επικήδειος λόγος,φόρος τιμής,τιμή,πανηγυρικός,Έπαινος,κυρώσεις
lasher => μαστιγωτής, lashed => μαστιγωμένος, lash together => Δέσιμο μαζί, lash => Μάστιγα, laserwort => Laserwort,