Greek Meaning of lashings

δεσίματα

Other Greek words related to δεσίματα

Definitions and Meaning of lashings in English

Wordnet

lashings (n)

a large number or amount

FAQs About the word lashings

δεσίματα

a large number or amount

Δωδεκάδα,φορτία,Πακέτο,πολύ,ποσότητα,τόνος,αφθονία,βαρέλι,καλάθι,Καράβι γεμάτο

άσσος,Άτομο,bit,νταμπ,τελεία,δράμι,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά,χούφτα

lashing => μαστίγωμα, lasher => μαστιγωτής, lashed => μαστιγωμένος, lash together => Δέσιμο μαζί, lash => Μάστιγα,