Greek Meaning of million
εκατομμύριο
Other Greek words related to εκατομμύριο
- τρισεκατομμύρια
- γκούγκολ
- τρισεκατομμύριο
- δισεκατομμύρια
- δισεκατομμύρια
- χιλιάδες
- στρατός
- σμήνος
- στοιβάζω
- πλήθος
- μεζούρα
- Δωδεκάδα
- οδήγησε
- περίσσεια
- αγέλη
- πλημμύρα
- κοπάδι
- ορδή
- οικοδεσπότης
- Λεγεώνα
- όχλος
- πλήθος
- Τύπος
- σκορ
- θάλασσα
- πλεόνασμα
- σμήνος
- πλήθος
- αφθονία
- βαρέλι
- Καράβι γεμάτο
- Μπόναντζα
- κουβάς
- δέσμη
- δέσμη
- μπουσέλ
- βαγόνι
- κομμάτι
- συμφωνία
- κατακλυσμός
- Ντροπή
- επιδημία
- μια χούφτα
- ορδές
- Καλή συμφωνία
- στοίβα
- εκατό
- φορτία
- βουνό
- Πολλαπλότητα
- αμέτρητος
- άπειρα
- υπεραφθονία
- υπερχείλιση
- υπερβολικό
- υπερβολικά
- υπερπροσφορά
- ράμφισμα
- σωρός
- πανούκλα
- πληρότητα
- πολύ
- πληθώρα
- Κατσαρόλα
- αφθονία
- ποσότητα
- Σχεδία
- Δερματικό εξάνθημα
- πλεονασμός
- σωροί
- Δέσμη
- Ναυαγοί
- στρατός
- ρεύμα
- Στοίβα
- Αφθονία
- περιττότητα
- περίσσεια
- τόνος
- τόμος
- πλούτος
- αυλή
- φύλλα
- Φορτηγό
- Άτομο
- bit
- δημητριακά
- χούφτα
- υπόδειξη
- Μόριο
- ουγγιά
- Φιστίκια
- ψίχουλα
- σκιά
- σκιά
- κουκκίδα
- ράντισμα
- καταπόνηση
- υποψία
- γεύση
- αγγίζω
- ίχνος
- απουσία
- άσσος
- ψίχουλο
- νταμπ
- παύλα
- τελεία
- δράμι
- σταγόνα
- σταγόνα
- θραύσμα
- λάμψη
- Κοκκία
- ιώτα
- τελεία
- μικρός
- Ακάρεο
- λίγο
- μπουκιά
- τάφρος
- μπουκιά
- δαγκάνοντας
- σωματίδιο
- κομμάτι
- τσίμπημα
- μερίδα
- Ακτίνα
- scintilla
- σκραπ
- δισταγμός
- ενότητα
- τεμαχίζω
- επιφανειακές γνώσεις
- ψιχουλάκι
- ψήγμα
- ψίχουλο
- λίγο
- Κηλίδα
- ράνω
- σερί
- λίγο
- τίτλος
- whit
- Έλλειψη
- έλλειψη
- έλλειμμα
- λιμός
- κηλίδα
- κουτσουλιά
- ανεπάρκεια
- ανεπάρκεια
- έλλειψη
- σκλήθρα
- Λιτότητα
- φτώχεια
- Έλλειψη
- έλλειψη
- ανοησίες
- θέλω
Nearest Words of million
- million floating point operations per second => Εκατομμύρια πράξεις κινητής υποδιαστολής ανά δευτερόλεπτο
- million instructions per second => Εκατομμύρια οδηγίες ανά δευτερόλεπτο
- millionaire => εκατομμυριούχος
- millionairess => εκατομμυριούχος
- millionary => εκατομμυριούχος
- millioned => εκατομμυριούχος
- millionfold => ένα εκατομμύριο φορές
- millionnaire => εκατομυριούχος
- millionth => εκατομμυριοστό
- milliped => σαρανταποδαρούσα
Definitions and Meaning of million in English
million (n)
the number that is represented as a one followed by 6 zeros
a very large indefinite number (usually hyperbole)
million (s)
(in Roman numerals, M written with a macron over it) denoting a quantity consisting of 1,000,000 items or units
million (n.)
The number of ten hundred thousand, or a thousand thousand, -- written 1,000, 000. See the Note under Hundred.
A very great number; an indefinitely large number.
The mass of common people; -- with the article the.
FAQs About the word million
εκατομμύριο
the number that is represented as a one followed by 6 zeros, a very large indefinite number (usually hyperbole), (in Roman numerals, M written with a macron ove
τρισεκατομμύρια,γκούγκολ,τρισεκατομμύριο,δισεκατομμύρια,δισεκατομμύρια,χιλιάδες,στρατός,σμήνος,στοιβάζω,πλήθος
Άτομο,bit,δημητριακά,χούφτα,υπόδειξη,Μόριο,ουγγιά,Φιστίκια,ψίχουλα,σκιά
milling machinery => Μηχανές φρεζαρίσματος, milling machine => Φρέζα, milling => Μύλος, millinet => μίλινετ, millinery => Καπελλάδικο,