Greek Meaning of profusion

αφθονία

Other Greek words related to αφθονία

Definitions and Meaning of profusion in English

Wordnet

profusion (n)

the property of being extremely abundant

FAQs About the word profusion

αφθονία

the property of being extremely abundant

αφθονία,δέσμη,κομμάτι,συμφωνία,Δωδεκάδα,φορτία,πολύ,σωρός,πολύ,ποσότητα

άσσος,Άτομο,bit,ψίχουλο,νταμπ,τελεία,δράμι,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά

profuseness => αφθονία, profusely => άφθονα, profuse => άφθονος, profundity => βάθος, profoundness => βάθος,