Greek Meaning of basketful

καλάθι

Other Greek words related to καλάθι

Definitions and Meaning of basketful in English

Wordnet

basketful (n)

the quantity contained in a basket

Webster

basketful (n.)

As much as a basket will contain.

FAQs About the word basketful

καλάθι

the quantity contained in a basketAs much as a basket will contain.

αφθονία,δέσμη,δέσμη,κομμάτι,συμφωνία,Δωδεκάδα,φορτία,πολύ,σωρός,πολύ

Άτομο,bit,δράμι,θραύσμα,λάμψη,δημητριακά,χούφτα,υπόδειξη,Ακάρεο,Μόριο

basketeer => καλαθοσφαιριστής, basketball team => Ομάδα καλαθοσφαίρισης, basketball shot => Ρίψη καλαθοσφαίρισης, basketball season => Μπασκετική σεζόν, basketball score => Σκορ μπασκετ,