Greek Meaning of basking
ηλιοθεραπεία
Other Greek words related to ηλιοθεραπεία
Nearest Words of basking
- basketweaver => Καλαθοπλόκος
- basket-shaped => καλαθόσχημος
- basketry => καλαθοπλεκτική
- basketmaker => Καλαθοποιός
- basket-handle arch => Καμάρα λαβής καλαθιού
- basketfuls => καλάθια γεμάτα
- basketful => καλάθι
- basketeer => καλαθοσφαιριστής
- basketball team => Ομάδα καλαθοσφαίρισης
- basketball shot => Ρίψη καλαθοσφαίρισης
Definitions and Meaning of basking in English
basking (p. pr. & vb. n.)
of Bask
FAQs About the word basking
ηλιοθεραπεία
of Bask
χαλαρωτικό,ξεκούραστος,κρεμαστό,τεμπέλιασε,αναπαυόμενος,άστεγος,τεμπελιάζω,να κρέμεται,αράζω,ρελαντί
ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,καρφώνω,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,σκίζω,Τέντωμα
basketweaver => Καλαθοπλόκος, basket-shaped => καλαθόσχημος, basketry => καλαθοπλεκτική, basketmaker => Καλαθοποιός, basket-handle arch => Καμάρα λαβής καλαθιού,