Greek Meaning of basking

ηλιοθεραπεία

Other Greek words related to ηλιοθεραπεία

Definitions and Meaning of basking in English

Webster

basking (p. pr. & vb. n.)

of Bask

FAQs About the word basking

ηλιοθεραπεία

of Bask

χαλαρωτικό,ξεκούραστος,κρεμαστό,τεμπέλιασε,αναπαυόμενος,άστεγος,τεμπελιάζω,να κρέμεται,αράζω,ρελαντί

ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,καρφώνω,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,σκίζω,Τέντωμα

basketweaver => Καλαθοπλόκος, basket-shaped => καλαθόσχημος, basketry => καλαθοπλεκτική, basketmaker => Καλαθοποιός, basket-handle arch => Καμάρα λαβής καλαθιού,