Greek Meaning of pegging (away)

καρφώνω

Other Greek words related to καρφώνω

Definitions and Meaning of pegging (away) in English

pegging (away)

to work hard

FAQs About the word pegging (away)

καρφώνω

to work hard

εργαζόμενος,προσπαθώντας,αγωνιζόμενος,λειτουργική,σκάψιμο (μακριά),προσπαθώντας,ανασκαφή,βιαστικός,όργωμα,Συνδέοντας

σπάσιμο,χαλάρωση,ελάφρυνση (αυξανόμενη),μαλακίες (έξω),χακάρισμα (γύρω),Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),χαλαρώνω,τεμπελιάζω,ηλιοθεραπεία,άστεγος

pegged out => Προσηλωμένος, pegged (away) => Προσδεδεμένος (μακριά), peg out => κρεμάω, peg (away) => Π καρφιτσώσω (μακριά), peewees => πύγμαιοι,