Greek Meaning of peering (at)

κοιτάζοντας επίμονα

Other Greek words related to κοιτάζοντας επίμονα

Definitions and Meaning of peering (at) in English

peering (at)

No definition found for this word.

FAQs About the word peering (at)

κοιτάζοντας επίμονα

ματιά (προς),συμμετέχοντα (σε),εξετάζω,ρίχνω μια ματιά,επιθεωρώντας,κοιτάζοντας (προς),επιλέγοντας,σάρωση,εξεταστικός,σπουδάζει

αγνοώντας,αγνοώντας,παραμελώ,διερχόμενος,χαμένος,θέα,προσπέραση

peeresses => συνομήλικοι, peered (at) => κοίταξε προσεκτικά, peer (at) => κοιτάζω έντονα, peeps => φιλαράκια, peeping Toms => κλεφτες,