Greek Meaning of attending (to)

συμμετέχοντα (σε)

Other Greek words related to συμμετέχοντα (σε)

Definitions and Meaning of attending (to) in English

attending (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word attending (to)

συμμετέχοντα (σε)

φροντίδα (για),λειτουργούν,ρύθμιση,σκλήρυνση,Θεραπεία,επούλωση,φαρμακευτική αγωγή,Νοσηλευτική,θεραπεία,αποκατάσταση

αναπηρικός,επιζήμιος,απενεργοποίηση,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,βλαβερό,θέτοντας,πληγωτικός,Βασανιστικός

attended (to) => Παρακολούθησε (σε), attendants => συνοδοί, attend (to) => συμμετέχει (σε), attempts => προσπάθειες, attainments => επιτεύγματα,