Greek Meaning of laming

κουτσός

Other Greek words related to κουτσός

Definitions and Meaning of laming in English

Webster

laming (p. pr. & vb. n.)

of Lame

FAQs About the word laming

κουτσός

of Lame

αναπηρικός,επιζήμιος,απενεργοποίηση,ανικανό να εκτελέσει,βλαβερό,ακρωτηριασμός,πληγωτικός,ξύλο,μώλωπες,εμποδίζω

σκλήρυνση,επιδιόρθωση,επούλωση,αποκατάσταση,επανορθωτικό,επισκευή,patch,ανανέωση,επισκευή,Αποκατάσταση

laminectomy => Λαμινεκτομή, laminator => πλαστικοποιητής χαρτιών, lamination => πλαστικοποίηση, laminating => πλαστικοποίηση, laminated glass => Σύνθετο γυαλί,