Greek Meaning of scarring
ουλή
Other Greek words related to ουλή
- σβήνω
- μώλωπες
- επιζήμιος
- πονώντας
- τσακισμένος
- Δάκρυα
- πληγωτικός
- αιματηρός
- Μελανιάζων
- δίπλωμα
- αναπηρικός
- Κοπή
- σκίσιμο
- Γκαρίνγκ
- βόσκηση
- βλαβερός
- βλαβερό
- ακρωτηριασμός
- ζάρωμα
- εγκοπή
- καυτός
- καυστικός
- Τέντωμα
- προσβλητικός
- Βασανιστικός
- λυπηρό
- Ατέλεια
- εμποδίζω
- βλαπτική
- κουτσός
- θέτοντας
- Κακομεταχείριση
- φθορά
- ξύσιμο
- κακομαθαίνω
- βασανιστικός
- βασανίζοντας
Nearest Words of scarring
Definitions and Meaning of scarring in English
scarring (p. pr. & vb. n.)
of Scar
scarring (n.)
A scar; a mark.
FAQs About the word scarring
ουλή
of Scar, A scar; a mark.
σβήνω,μώλωπες,επιζήμιος,πονώντας,τσακισμένος,Δάκρυα,πληγωτικός,αιματηρός,Μελανιάζων,δίπλωμα
σκλήρυνση,επιδιόρθωση,επούλωση,επισκευή,επανορθωτικό
scarred => ουλή, scarping => ξύσιμο, scarper => τρέχω, scarped => απότομος, scarp => γκρεμός,