Greek Meaning of straining
Τέντωμα
Other Greek words related to Τέντωμα
- σπάσιμο
- ανατριχιαστικός
- ρελαντί
- ξεκούραστος
- αποφυγή
- χαλάρωση
- ελάφρυνση (αυξανόμενη)
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- χαλαρώνω
- ηλιοθεραπεία
- άστεγος
- αναβάλλω
- ασήμαντος
- τεμπελιάζω
- κρεμαστό
- τεμπελιά
- τεμπελιάζω
- τεμπέλιασε
- παίζοντας
- χαλαρωτικό
- αναπαυόμενος
- ασήμαντος
- ολιγωρία
- μαλακίες (έξω)
- χακάρισμα (γύρω)
- τεμπελιάζω
- χαλάρωση
- μερική συμμετοχή
- Σκιτσάρισμα
- χαβαλές
- σκασίλα (γύρω)
- να κρέμεται
- αστειεύομαι
- αταξίες
- τριγυρνώ
- αμπαλάρεται (γύρω γύρω)
- χάσιμο
Nearest Words of straining
- strait => πορθμός
- strait and narrow => Στενός και στενός
- strait of calais => Στενό της Καλέ
- strait of dover => Στενό της Μάγχης
- strait of georgia => Πορθμός της Τζόρτζια
- strait of gibraltar => Στενό του Γιβραλτάρ
- strait of hormuz => Στενό του Ορμούζ
- strait of magellan => Στενό του Μαγγελάνου
- strait of malacca => Στενό της Μαλάκκα
- strait of messina => Στενό της Μεσσήνης
Definitions and Meaning of straining in English
straining (n)
an intense or violent exertion
the act of distorting something so it seems to mean something it was not intended to mean
straining (s)
taxing to the utmost; testing powers of endurance
FAQs About the word straining
Τέντωμα
an intense or violent exertion, the act of distorting something so it seems to mean something it was not intended to mean, taxing to the utmost; testing powers
τράβηγμα,μώλωπες,επιζήμιος,πονώντας,ράφια,stretching,φορολόγηση,εξασθένιση,σπαρακτικό,αναπηρικός
σπάσιμο,ανατριχιαστικός,ρελαντί,ξεκούραστος,αποφυγή,χαλάρωση,ελάφρυνση (αυξανόμενη),Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),χαλαρώνω,ηλιοθεραπεία
strainer vine => Σουρωτής, strainer => σουρωτήρι, strained => τεταμένος, strain gauge => tensiometer, strain gage => Τενσιόμετρο,