Greek Meaning of goldbricking

τεμπελιάζω

Other Greek words related to τεμπελιάζω

Definitions and Meaning of goldbricking in English

Wordnet

goldbricking (n)

the evasion of work or duty

FAQs About the word goldbricking

τεμπελιάζω

the evasion of work or duty

λήθαργος,τεμπελιάζω,τεμπέλιασε,απάθεια,αναβάλλω,οκνηρία,αδράνεια,Λήθαργος,Κόπωση,οκνηρία

οδήγηση,Επιχείρηση,φιλοπονία,βιομηχανία,πρωτοβουλία,φιλοδοξία,(επιμέλεια),προσοχή,Ενέργεια,πηγαίνω

goldbrick => Τεμπέλης, gold-bound => χρυσοφόρος, goldberg => Γκόλντμπεργκ, gold-beating => χτύπημα χρυσού, gold-beater => χρυσοκρουστής,