Greek Meaning of industriousness

φιλοπονία

Other Greek words related to φιλοπονία

Definitions and Meaning of industriousness in English

Wordnet

industriousness (n)

persevering determination to perform a task

FAQs About the word industriousness

φιλοπονία

persevering determination to perform a task

(επιμέλεια),επιμέλεια,προσοχή,προσοχή,προσπάθεια,βιομηχανία,επιμονή,εφαρμογή,προσοχή,συγκέντρωση

απροσεξία,αμέλεια,Αδράνεια,οκνηρία,οκνηρία,χαλάρωση

industriously => επιμελώς, industrious => εργατικός, industries => βιομηχανίες, industrial-strength => βιομηχανικής αντοχής, industrially => βιομηχανικά,