Greek Meaning of industriousness
φιλοπονία
Other Greek words related to φιλοπονία
Nearest Words of industriousness
- industriously => επιμελώς
- industrious => εργατικός
- industries => βιομηχανίες
- industrial-strength => βιομηχανικής αντοχής
- industrially => βιομηχανικά
- industrialized => βιομηχανοποιημένος
- industrialize => βιομηχανοποιώ
- industrialization => εκβιομηχάνιση
- industrialist => βιομήχανος
- industrialism => Βιομηχανισμός
Definitions and Meaning of industriousness in English
industriousness (n)
persevering determination to perform a task
FAQs About the word industriousness
φιλοπονία
persevering determination to perform a task
(επιμέλεια),επιμέλεια,προσοχή,προσοχή,προσπάθεια,βιομηχανία,επιμονή,εφαρμογή,προσοχή,συγκέντρωση
απροσεξία,αμέλεια,Αδράνεια,οκνηρία,οκνηρία,χαλάρωση
industriously => επιμελώς, industrious => εργατικός, industries => βιομηχανίες, industrial-strength => βιομηχανικής αντοχής, industrially => βιομηχανικά,