Greek Meaning of pep

ζωηρότητα

Other Greek words related to ζωηρότητα

Definitions and Meaning of pep in English

Wordnet

pep (n)

liveliness and energy

FAQs About the word pep

ζωηρότητα

liveliness and energy

Ενέργεια,χυμός,ζωντάνια,αναπήδηση,Ζωηρότητα,παύλα,οδήγηση,δυναμική,πνεύμα,αέριο

οκνηρία,λήθαργος,απάθεια,νωθρότητα,αποδυνάμωση,αδυναμία,Λιχουδιά,αναπηρία,εξασθένηση,εξάντληση

peorias => πειόρια, peoria => Πέορα, peoplish => λαϊκός, peopling => πληθυσμός, people's republican army => Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός,