Greek Meaning of vinegar
ξίδι
Other Greek words related to ξίδι
- παύλα
- Ενέργεια
- αέριο
- τζίντζερ
- χυμός
- ζωή
- άμυλο
- ζωντάνια
- φασόλια
- αναπήδηση
- Ζωηρότητα
- οδήγηση
- δυναμική
- πνεύμα
- φωτιά
- πρωτοβουλία
- πηγαίνω
- γούστο
- Ανδρεία
- Μόξι
- μυς
- όρεξη
- πάθος
- ζωηρότητα
- δύναμη
- γροθιά
- χυμός
- πνεύμα
- αντοχή
- δύναμη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
- ζωτικότητα
- ζήλος
- βόμβος
- φερμουάρ
- Κινούμενα σχέδια
- Ζήλος
- Ζωντάνια
- Elan
- Θέρμη
- Φυσική κατάσταση
- ανθεκτικότητα
- Υγεία
- υγεία
- βραχνάδα
- χαρά, ευθυμία
- ζωηρότητα
- κύριος
- μέταλλο
- Μέταλλο
- ίσως
- Δύναμη
- Ισχύς
- Κλικ
- υγεία
- ζωντάνια
- ζωηρότητα
- ορμή
- ανθεκτικότητα
- Πράσινο
- ζωντάνια
- ανδρισμός
- Ζωηρότητα
- ευεξία
- ζωώδες ένστικτο
- ζωντάνια
- Ντομπροσύνη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
Nearest Words of vinegar
Definitions and Meaning of vinegar in English
vinegar (n)
sour-tasting liquid produced usually by oxidation of the alcohol in wine or cider and used as a condiment or food preservative
dilute acetic acid
vinegar (a.)
A sour liquid used as a condiment, or as a preservative, and obtained by the spontaneous (acetous) fermentation, or by the artificial oxidation, of wine, cider, beer, or the like.
Hence, anything sour; -- used also metaphorically.
vinegar (v. t.)
To convert into vinegar; to make like vinegar; to render sour or sharp.
FAQs About the word vinegar
ξίδι
sour-tasting liquid produced usually by oxidation of the alcohol in wine or cider and used as a condiment or food preservative, dilute acetic acidA sour liquid
παύλα,Ενέργεια,αέριο,τζίντζερ,χυμός,ζωή,άμυλο,ζωντάνια,φασόλια,αναπήδηση
οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,απάθεια,νωθρότητα,απαλότητα,τρυφερότητα,αδυναμία,αποδυνάμωση,αδυναμία
vinedresser => αμπελουργός, vined => αναρριχώμενο, vine-clad => Καλυμμένο με αμπέλια, vineal => οινοπνευματώδες, vine snake => Ανδρορείδα,