Greek Meaning of inanition
εξάντληση
Other Greek words related to εξάντληση
- δυναμική
- αντοχή
- Ενέργεια
- αέριο
- Ανδρεία
- ζωή
- αντοχή
- άμυλο
- αντοχή
- ζωντάνια
- ζωτικότητα
- αναπήδηση
- παύλα
- οδήγηση
- πνεύμα
- τζίντζερ
- πηγαίνω
- γούστο
- χυμός
- ίσως
- μυς
- ζωηρότητα
- Δύναμη
- δύναμη
- γροθιά
- χυμός
- Κλικ
- δύναμη
- ανεξάντλητη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
- ξίδι
- βόμβος
- φερμουάρ
- φασόλια
- Ζωηρότητα
- θράσος
- πρωτοβουλία
- κύριος
- Μέταλλο
- Μόξι
- όρεξη
- Ισχύς
Nearest Words of inanition
Definitions and Meaning of inanition in English
inanition (n)
weakness characterized by a lack of vitality or energy
exhaustion resulting from lack of food
inanition (n.)
The condition of being inane; emptiness; want of fullness, as in the vessels of the body; hence, specifically, exhaustion from want of food, either from partial or complete starvation, or from a disorder of the digestive apparatus, producing the same result.
FAQs About the word inanition
εξάντληση
weakness characterized by a lack of vitality or energy, exhaustion resulting from lack of foodThe condition of being inane; emptiness; want of fullness, as in t
εξάντληση,εξάντληση,ασθένεια,προσκύνηση,αποδυνάμωση,αδυναμία,εξασθένηση,λιποθυμία,Αδυναμία,ασθένεια
δυναμική,αντοχή,Ενέργεια,αέριο,Ανδρεία,ζωή,αντοχή,άμυλο,αντοχή,ζωντάνια
inanities => ανοησίες, inanitiation => μύηση, inanitiate => ακυρώνω, inanimation => ακινησία, inanimateness => Αψυχία,