Greek Meaning of gusto
γούστο
Other Greek words related to γούστο
- Ενέργεια
- ζωντάνια
- αναπήδηση
- Ζωηρότητα
- παύλα
- οδήγηση
- δυναμική
- πνεύμα
- αέριο
- πρωτοβουλία
- τζίντζερ
- Ανδρεία
- χυμός
- ζωή
- Μόξι
- μυς
- όρεξη
- πάθος
- ζωηρότητα
- δύναμη
- γροθιά
- χυμός
- πνεύμα
- αντοχή
- άμυλο
- δύναμη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
- ξίδι
- ζωτικότητα
- ζήλος
- βόμβος
- φερμουάρ
- φασόλια
- Κινούμενα σχέδια
- Ζήλος
- Ζωντάνια
- Θέρμη
- φωτιά
- Φυσική κατάσταση
- πηγαίνω
- ανθεκτικότητα
- Υγεία
- βραχνάδα
- χαρά, ευθυμία
- ζωηρότητα
- μέταλλο
- Μέταλλο
- ίσως
- Δύναμη
- Ισχύς
- Κλικ
- υγεία
- ζωντάνια
- ζωηρότητα
- ορμή
- ανθεκτικότητα
- ζωντάνια
- ανδρισμός
- Ζωηρότητα
- ορμή
- ζωώδες ένστικτο
- ζωντάνια
- Ντομπροσύνη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
Nearest Words of gusto
- gustless => χωρίς ριπές
- gustful => νόστιμο
- gustavus vi => Γουσταύος ΣΤ΄ Αδόλφος
- gustavus v => Γουσταύος Ε΄
- gustavus iv => Γουσταύος Δ΄
- gustavus iii => Γουσταύος Γ΄
- gustavus ii => Γουσταύος Β΄ Αδόλφος
- gustavus i => Γουσταύος Α΄
- gustavus franklin swift => Γουστάβος Φράνκλιν Σουίφτ
- gustavus adolphus => Γουσταύος Β' Αδόλφος
Definitions and Meaning of gusto in English
gusto (n)
vigorous and enthusiastic enjoyment
gusto (n.)
Nice or keen appreciation or enjoyment; relish; taste; fancy.
FAQs About the word gusto
γούστο
vigorous and enthusiastic enjoymentNice or keen appreciation or enjoyment; relish; taste; fancy.
Ενέργεια,ζωντάνια,αναπήδηση,Ζωηρότητα,παύλα,οδήγηση,δυναμική,πνεύμα,αέριο,πρωτοβουλία
οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,απάθεια,νωθρότητα,τρυφερότητα,αδυναμία,αποδυνάμωση,αδυναμία,Λιχουδιά
gustless => χωρίς ριπές, gustful => νόστιμο, gustavus vi => Γουσταύος ΣΤ΄ Αδόλφος, gustavus v => Γουσταύος Ε΄, gustavus iv => Γουσταύος Δ΄,