Greek Meaning of hardihood

Ανδρεία

Other Greek words related to Ανδρεία

Definitions and Meaning of hardihood in English

Wordnet

hardihood (n)

the trait of being willing to undertake things that involve risk or danger

FAQs About the word hardihood

Ανδρεία

the trait of being willing to undertake things that involve risk or danger

Ενέργεια,ζωντάνια,αναπήδηση,Ζωηρότητα,παύλα,οδήγηση,δυναμική,πνεύμα,αέριο,πρωτοβουλία

Αδυναμία,οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,απάθεια,νωθρότητα,τρυφερότητα,αδυναμία,αποδυνάμωση,αδυναμία

hard-hitting => σκληρός, hardheartedness => Σκληροκαρδία, hard-hearted => Σκληρόκαρδος, hardhearted => σκληρόκαρδος, hardheads => Σκληροί,