Greek Meaning of hardihood
Ανδρεία
Other Greek words related to Ανδρεία
- Ενέργεια
- ζωντάνια
- αναπήδηση
- Ζωηρότητα
- παύλα
- οδήγηση
- δυναμική
- πνεύμα
- αέριο
- πρωτοβουλία
- τζίντζερ
- γούστο
- χυμός
- ζωή
- Μόξι
- μυς
- όρεξη
- ζωηρότητα
- δύναμη
- γροθιά
- χυμός
- πνεύμα
- αντοχή
- άμυλο
- δύναμη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
- ξίδι
- ζωτικότητα
- Ζωηρότητα
- ζήλος
- βόμβος
- φερμουάρ
- φασόλια
- Κινούμενα σχέδια
- Ζήλος
- μυική μάζα
- Ζωντάνια
- Θέρμη
- φωτιά
- Φυσική κατάσταση
- πηγαίνω
- ανθεκτικότητα
- Υγεία
- υγεία
- βραχνάδα
- χαρά, ευθυμία
- ζωηρότητα
- κύριος
- μέταλλο
- Μέταλλο
- ίσως
- πάθος
- Δύναμη
- Ισχύς
- Κλικ
- υγεία
- ζωντάνια
- ζωηρότητα
- ορμή
- ανθεκτικότητα
- Πράσινο
- ζωντάνια
- ανδρισμός
- ευεξία
- ορμή
- ζωώδες ένστικτο
- ζωντάνια
- Ντομπροσύνη
- ζωντάνια
- Ζωντάνια
Nearest Words of hardihood
Definitions and Meaning of hardihood in English
hardihood (n)
the trait of being willing to undertake things that involve risk or danger
FAQs About the word hardihood
Ανδρεία
the trait of being willing to undertake things that involve risk or danger
Ενέργεια,ζωντάνια,αναπήδηση,Ζωηρότητα,παύλα,οδήγηση,δυναμική,πνεύμα,αέριο,πρωτοβουλία
Αδυναμία,οκνηρία,οκνηρία,λήθαργος,απάθεια,νωθρότητα,τρυφερότητα,αδυναμία,αποδυνάμωση,αδυναμία
hard-hitting => σκληρός, hardheartedness => Σκληροκαρδία, hard-hearted => Σκληρόκαρδος, hardhearted => σκληρόκαρδος, hardheads => Σκληροί,