Greek Meaning of hard-headed

πεισματάρης

Other Greek words related to πεισματάρης

Definitions and Meaning of hard-headed in English

Webster

hard-headed (a.)

Having sound judgment; sagacious; shrewd.

FAQs About the word hard-headed

πεισματάρης

Having sound judgment; sagacious; shrewd.

οξυδερκής,πονηρός,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,πονηρός,αστραφτερός,εύστοχος,Έξυπνος,πονηρός

ατέχναστος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,αφελής,αθώος,αφελης,άθελά του,ανόητος,αφελή,Εγκεφαλικός θάνατος

hardheaded => πεισματάρης, hardhead => σκληρό κεφάλι, hard-handed => Σκληροτράχηλος, hardhack => N/A, hard-fought => Δύσκολα κερδισμένο,