Greek Meaning of sharp-witted
οξυδερκής
Other Greek words related to οξυδερκής
- οξυδερκής
- πονηρός
- έξυπνος
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- πονηρός
- αστραφτερός
- εύστοχος
- Έξυπνος
- πονηρός
- έμπειρος
- σκληρόβραστος
- πεισματάρης
- μεθυστικό
- διορατικός
- έξυπνος
- απότομος
- γνώση
- οξυδερκής
- γρήγορος
- διορατικός
- έμπειρος
- κοφτερός
- ολισθηρός
- Βετεράνος
- πονηρός
- σοφός
- Ευέλικτος
- συναγερμός
- κατάλληλος
- επινοητικός
- έξυπνος
- προσεκτικός
- δειλός
- υπολογίζοντας
- πονηρός
- ύπουλος
- διακριτικός
- διαχωριστικός
- διακριτικός
- ύποπτος
- πονηρός
- Δολερός
- ευφυής
- εύστροφος
- πανούργος
- διορατικός
- οξυδερκής
- γρήγορος
- ευρηματικός
- σοφός
- Σοφός
- Σχεδιαστής
- οξυδερκής
- οξυδερκής
- πανούργος
- λεπτός
- δύσκολος
Nearest Words of sharp-witted
- sharp-toothed => Οξύδοντος
- sharp-tasting => πικρός
- sharp-tailed grouse => Πέρδικα ουράς μυτερής
- sharptail mola => Τετραώδης Μόλα
- sharptail => ακοντόουρος
- sharp-sightedness => οξεία όραση
- sharp-sighted => οξυδερκής
- sharpshooting => σκοπευτικό
- sharpshooter => σκοπευτής εκλεκτός
- sharpshoot => σκοπευτής
Definitions and Meaning of sharp-witted in English
sharp-witted (a.)
Having an acute or nicely discerning mind.
FAQs About the word sharp-witted
οξυδερκής
Having an acute or nicely discerning mind.
οξυδερκής,πονηρός,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,πονηρός,αστραφτερός,εύστοχος,Έξυπνος,πονηρός
ατέχναστος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,αφελής,αθώος,αφελης,άθελά του,ανόητος,αφελή,Εγκεφαλικός θάνατος
sharp-toothed => Οξύδοντος, sharp-tasting => πικρός, sharp-tailed grouse => Πέρδικα ουράς μυτερής, sharptail mola => Τετραώδης Μόλα, sharptail => ακοντόουρος,