Greek Meaning of sharp-witted

οξυδερκής

Other Greek words related to οξυδερκής

Definitions and Meaning of sharp-witted in English

Webster

sharp-witted (a.)

Having an acute or nicely discerning mind.

FAQs About the word sharp-witted

οξυδερκής

Having an acute or nicely discerning mind.

οξυδερκής,πονηρός,έξυπνος,φωτεινό,εξαιρετικό,πονηρός,αστραφτερός,εύστοχος,Έξυπνος,πονηρός

ατέχναστος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,αφελής,αθώος,αφελης,άθελά του,ανόητος,αφελή,Εγκεφαλικός θάνατος

sharp-toothed => Οξύδοντος, sharp-tasting => πικρός, sharp-tailed grouse => Πέρδικα ουράς μυτερής, sharptail mola => Τετραώδης Μόλα, sharptail => ακοντόουρος,