Greek Meaning of scheming

Σχεδιαστής

Other Greek words related to Σχεδιαστής

Definitions and Meaning of scheming in English

Wordnet

scheming (s)

acting with a specific goal

concealing crafty designs for advancing your own interest

Webster

scheming (p. pr. & vb. n.)

of Scheme

Webster

scheming (a.)

Given to forming schemes; artful; intriguing.

FAQs About the word scheming

Σχεδιαστής

acting with a specific goal, concealing crafty designs for advancing your own interestof Scheme, Given to forming schemes; artful; intriguing.

πονηρός,χαριτωμένος,επινοητικός,δελεαστικός,προσεκτικός,δειλός,υπολογίζοντας,πονηρός,στρεβλός,Δολερός

ατέχναστος,άμεσο,ειλικρινής,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,ειλικρινής,αφελής,αθώος,προφανής,ανοιχτό,ειλικρινά

schemer => μηχανορράφος, schemeful => δολερός, schemed => σχεδιασμένος, scheme arch => καμάρα σχεδίου, scheme => σχέδιο,