Greek Meaning of machiavellian
Μακιαβελικός
Other Greek words related to Μακιαβελικός
- ανήθικος
- αδίστακτος
- Ασυνείδητος
- Αδίστακτος
- υπολογίζοντας
- στρεβλός
- αδίστακτος
- Δολερός
- ανέντιμος
- αμείλικτος
- άσπλαχνος
- ανήθικος
- ανήθικος
- φτηνιάρικο
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- παρακμιακός
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- διασκορπισμένος
- Νόμος της ζούγκλας
- Τσαρλατάνος
- απατεώνας
- άσεμνος
- opportunιστικός
- άσωτος
- αδυσώπητος
- Σχεδιαστής
Nearest Words of machiavellian
- machiavelli => Μακιαβέλι
- machiavelism => Μακιαβελισμός
- machiavelianism => Μακιαβελισμός
- machiavelian => μακιαβελικός
- machete => ματσέτα
- macher => μάστορας
- machairodus => Μαχαίροδος
- machaerodus => Μαχαιρόδους
- machaeranthera tanacetifolia => Φεστούκα
- machaeranthera bigelovii => Machaeranthera bigelovii
Definitions and Meaning of machiavellian in English
machiavellian (n)
a follower of Machiavelli's principles
machiavellian (a)
of or relating to Machiavelli or the principles of conduct he recommended
FAQs About the word machiavellian
Μακιαβελικός
a follower of Machiavelli's principles, of or relating to Machiavelli or the principles of conduct he recommended
ανήθικος,αδίστακτος,Ασυνείδητος,Αδίστακτος,υπολογίζοντας,στρεβλός,αδίστακτος,Δολερός,ανέντιμος,αμείλικτος
ηθικός,ηθικός,συνειδητός,καλός,έντιμος,μόνο,ευγενής,Ευσυνείδητος,δίκαιος,συνειδητός
machiavelli => Μακιαβέλι, machiavelism => Μακιαβελισμός, machiavelianism => Μακιαβελισμός, machiavelian => μακιαβελικός, machete => ματσέτα,