Greek Meaning of impressionable

επηρεάσιμος, -η, -ο

Other Greek words related to επηρεάσιμος, -η, -ο

Definitions and Meaning of impressionable in English

Wordnet

impressionable (a)

easily impressed or influenced

FAQs About the word impressionable

επηρεάσιμος, -η, -ο

easily impressed or influenced

γνήσιος,άπειρος,αθώος,αφελης,ειλικρινής,ευάλωτος,ατέχναστος,παιδαριώδης,δακρυόβρεκτος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος

κριτική,κυνικός,αναίσθητος,καχύποπτος,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος,ύποπτος,χωρίς εντυπώσεις,επιφυλακτικός,κοσμικός

impressionability => Επηρεαστικότητα, impression => εντύπωση, impressing => εντυπωσιακός, impressible => Επηρεάσιμος, impressibility => Εντυπωσιασμός,