Greek Meaning of impressionable
επηρεάσιμος, -η, -ο
Other Greek words related to επηρεάσιμος, -η, -ο
- γνήσιος
- άπειρος
- αθώος
- αφελης
- ειλικρινής
- ευάλωτος
- ατέχναστος
- παιδαριώδης
- δακρυόβρεκτος
- αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος
- Εύπιστος
- αφελής
- λειαντός
- φυσικός
- πειστικός
- πραγματικός
- υποβολιμαίος
- ευαίσθητος
- ανεπηρέαστος
- Αγέλαστος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- αφελή
- απλοϊκός
- ειλικρινής
- πειστικός
- απλός
- εμπιστευώμενος
- εμπιστευτικός
- μετριόφρων
- ανεπιτήδευτος
- απρόσεκτος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- εκμεταλλεύσιμος
- Πω πω
- Εύπιστος
- κριτική
- κυνικός
- αναίσθητος
- καχύποπτος
- σκεπτικός
- εκλεπτυσμένος
- ύποπτος
- χωρίς εντυπώσεις
- επιφυλακτικός
- κοσμικός
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθέτοντας
- πολιτισμένος
- κοσμοπολίτης
- πονηρός
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- πονηρός
- πονηρός
- Αντίσταση
- γυαλισμένο
- εκλεπτυσμένος
- έμπειρος
- κοφτερός
- Ύπουλος
- πονηρός
- ολισθηρός
- Ολισθηρός
- πανούργος
- λεπτός
- δύσκολος
- πονηρός
- Έμπειρος
- ΨΕΥΔΕΣ
- Τόξο
- επινοητικός
- υπολογίζοντας
- πονηρός
- σχεδιάζοντας
- ανέντιμος
- ψεύτικος
- Δολερός
- Ανανδρος
- απατεώνας
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- επιτηδευμένος
- Σχεδιαστής
- Δόλιος.
Nearest Words of impressionable
- impressionableness => Επηρεαστικότητα
- impressionism => Εντυπωσιασμός
- impressionist => ιμπρεσιονιστής
- impressionistic => ιμπρεσιονιστικός
- impressionless => άχρωμος
- impressive => εντυπωσιακός
- impressive aphasia => Εντυπωσιακή αφασία
- impressively => εντυπωσιακά
- impressiveness => εντυπωσιακότητα
- impressment => βιαίος στρατολογικός κατάλογος
Definitions and Meaning of impressionable in English
impressionable (a)
easily impressed or influenced
FAQs About the word impressionable
επηρεάσιμος, -η, -ο
easily impressed or influenced
γνήσιος,άπειρος,αθώος,αφελης,ειλικρινής,ευάλωτος,ατέχναστος,παιδαριώδης,δακρυόβρεκτος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος
κριτική,κυνικός,αναίσθητος,καχύποπτος,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος,ύποπτος,χωρίς εντυπώσεις,επιφυλακτικός,κοσμικός
impressionability => Επηρεαστικότητα, impression => εντύπωση, impressing => εντυπωσιακός, impressible => Επηρεάσιμος, impressibility => Εντυπωσιασμός,