Greek Meaning of impressed

εντυπωσιασμένος

Other Greek words related to εντυπωσιασμένος

Definitions and Meaning of impressed in English

Wordnet

impressed (s)

deeply or markedly affected or influenced

Webster

impressed (imp. & p. p.)

of Impress

FAQs About the word impressed

εντυπωσιασμένος

deeply or markedly affected or influencedof Impress

ενήμερος,ανήσυχος,ενδιαφέρομαι,προσεκτικός, προσεκτική,συνειδητός,ενσυνείδητος,φλογερός,φροντιστικός,φλογερό,προσεκτικός

αδιάφορος,χλιαρός,χλιαρός,Χλιαρός,ανεπηρέαστος,αδιάφορος ,ανεπίσημος,κρύος,εφησυχασμένος,Αδιάφορος

impress => εντυπωσιάσει, impresionable => εύπιστος, imprese => επιχειρήσεις, imprescriptibly => απαραγράφως, imprescriptible => ακατάσχετος,