Greek Meaning of lukewarm
χλιαρός
Other Greek words related to χλιαρός
- βράζω
- θερμαινόμενο
- Χλιαρός
- ζεστός
- θερμαινόμενος
- ζεστό
- Τηγανητό
- Χλιαρός
- φλεγόμενος
- ψήσιμο στη σχάρα
- καίγοντας
- φλογερός
- φωτεινό
- ζεστό
- λιωμένο
- υπερθερμασμένος
- φλογερός
- Ψητός
- το ψήσιμο
- καυτός
- καυτός
- καυστικός
- σιγοψημένος
- Αχνιστός
- oiμώδης
- αποπνικτικός
- αποψυγμένο
- Καυτός, καυλωμένος
- Λευκοπύρωτο
- καυτό
- ξαναζεσταμένο
- Υπερθερμασμένος
- πικρός
- άχαρος
- παγωμένο
- κρύος
- κρύος
- κουλ
- κατάψυξη
- κρύο
- παγωμένος
- παγετώδης
- παγωμένος
- παγωμένος
- πολικός, πολωτικός
- Ωμός
- ψυχόμενο
- Μη θερμανμένο
- ψύχθηκε
- αρκτικός
- χιλι
- παγωμένος
- Παγωμένο
- παγωμένος
- Δροσερός
- κοφτερός
- Ζωηρό
- χιονισμένος
- χιονώδης
- Δροσερός
- Δροσερός
- κάτω από το μηδέν
- μουδιασμένος
- μουδιασμένο
- χειμερινός
- χειμωνιάτικος
- παγωμένος
- πολύ κρύο
Nearest Words of lukewarm
- luke => Λουκ
- lukasiewicz notation => Σημειογραφία Łukasiewicz
- luis de gongora y argote => Λουίς ντε Γκόνγκορα ι Άργοτε
- luis bunuel => Λουίς Μπουνιουέλ
- luik => μπακαλιάρος
- luigi pirandello => Λουίτζι Πιραντέλλο
- luigi galvani => Λουίτζι Γκαλβάνι
- luigi cherubini => Λουίτζι Κερουμπίνι
- luigi barnaba gregorio chiaramonti => Λουίτζι Μπαρνάμπα Γρηγόριος Κιαραμόντι
- lugworm => Αρένικολα
Definitions and Meaning of lukewarm in English
lukewarm (s)
moderately warm
feeling or showing little interest or enthusiasm
lukewarm (a.)
Moderately warm; neither cold nor hot; tepid; not ardent; not zealous; cool; indifferent.
FAQs About the word lukewarm
χλιαρός
moderately warm, feeling or showing little interest or enthusiasmModerately warm; neither cold nor hot; tepid; not ardent; not zealous; cool; indifferent.
βράζω,θερμαινόμενο,Χλιαρός,ζεστός,θερμαινόμενος,ζεστό,Τηγανητό,Χλιαρός,φλεγόμενος,ψήσιμο στη σχάρα
πικρός,άχαρος,παγωμένο,κρύος,κρύος,κουλ,κατάψυξη,κρύο,παγωμένος,παγετώδης
luke => Λουκ, lukasiewicz notation => Σημειογραφία Łukasiewicz, luis de gongora y argote => Λουίς ντε Γκόνγκορα ι Άργοτε, luis bunuel => Λουίς Μπουνιουέλ, luik => μπακαλιάρος,