Greek Meaning of steamy
Αχνιστός
Other Greek words related to Αχνιστός
Nearest Words of steamy
Definitions and Meaning of steamy in English
steamy (s)
filled with steam or emitting moisture in the form of vapor or mist
hot or warm and humid
feeling great sexual desire
FAQs About the word steamy
Αχνιστός
filled with steam or emitting moisture in the form of vapor or mist, hot or warm and humid, feeling great sexual desire
ερωτικός,ερωτευμένος,αφροδισιακό,πικάντικο,άσεμνος,Βρόμικος,σαρκικός,φάουλ,αηδιαστικός,απρεπής
Καθαρός,αξιοπρεπής,ευπρεπής,ευγενικός,κατάλληλος,ακίνδυνος,ακίνδυνος,πρέπουσα
steamship line => Ατμόπλοια, steamship company => Ατμοπλοϊκή εταιρεία, steamship => Ατμόπλοιο, steamroller => ατμοκίνητος κύλινδρος, steamroll => οδοστρωτήρας,