Greek Meaning of aphrodisiacal
αφροδισιακό
Other Greek words related to αφροδισιακό
Nearest Words of aphrodisiacal
Definitions and Meaning of aphrodisiacal in English
aphrodisiacal (a)
stimulating sexual desire
aphrodisiacal (a.)
Exciting venereal desire; provocative to venery.
FAQs About the word aphrodisiacal
αφροδισιακό
stimulating sexual desireExciting venereal desire; provocative to venery.
πικάντικο,ερωτικός,ερωτευμένος,αηδιαστικός,άσεμνος,Αχνιστός,υποδηλωτικός,χυδαίος,άσεμνος,Βρόμικος
Καθαρός,αξιοπρεπής,ευπρεπής,ευγενικός,κατάλληλος,ακίνδυνος,ακίνδυνος,πρέπουσα
aphrodisia => αφροδισιακό, aphriza virgata => Λευκόφρυς ορειβάτης, aphriza => Κοινό σαλιγκαροφάγο, aphrite => Αφρίτης, aphrasia => αφασία,