Greek Meaning of bawdy

άσεμνος

Other Greek words related to άσεμνος

Definitions and Meaning of bawdy in English

Wordnet

bawdy (n)

lewd or obscene talk or writing

Wordnet

bawdy (s)

humorously vulgar

Webster

bawdy (a.)

Dirty; foul; -- said of clothes.

Obscene; filthy; unchaste.

FAQs About the word bawdy

άσεμνος

lewd or obscene talk or writing, humorously vulgarDirty; foul; -- said of clothes., Obscene; filthy; unchaste.

Βρόμικος,φάουλ,βρώμικο,άσεμνος,χυδαίος,υποδηλωτικός,χυδαίος,προσβλητικός,μπλε,Ευρύς

Καθαρός,Σωστό,αξιοπρεπής,ευπρεπής,ζωηρός,ακίνδυνος,ωραίο,ευγενικός,μωροφιλόδοξος,σφιγμένος

bawdry => αισχρότητα, αισχρόμυθος, bawdily => πρόστυχα, bawd => μαστροπός, bawcock => Μπάουκοκ, bawbling => λαμπερό,