Greek Meaning of barnyard

αγρόκτημα

Other Greek words related to αγρόκτημα

Definitions and Meaning of barnyard in English

Wordnet

barnyard (n)

a yard adjoining a barn

Webster

barnyard (n.)

A yard belonging to a barn.

FAQs About the word barnyard

αγρόκτημα

a yard adjoining a barnA yard belonging to a barn.

Χοντρός,χονδρόκοκκο,ακατέργαστος,γήινος,Βρόμικος,φάουλ,αηδιαστικός,αποδυτήρια,χυδαίος,άσεμνος

Καθαρός,αξιοπρεπής,ακίνδυνος,ακίνδυνος,Σωστό,ευπρεπής,ζωηρός,ωραίο,ευγενικός,μωροφιλόδοξος

barnum => Μπάρνουμ, barnstormer => Αεροπόρος ακροβατικών, barnstorm => περιοδεία, barnful => αχυρώνας, barney oldfield => Μπάρνι Όλντφιλντ,