Greek Meaning of leering
Τσιμιτώντας
Other Greek words related to Τσιμιτώντας
- άσεμνος
- Βρόμικος
- απρεπής
- αποδυτήρια
- άσεμνος
- άσεμνος
- χυδαίος
- άσεμνος
- ελάφι
- υποδηλωτικός
- Μη εκτυπώσιμο
- ζεστός
- αγρόκτημα
- μπλε
- Χοντρός
- ακατέργαστος
- παιχνιδιάρικο
- αηδιαστικός
- υδρορροή
- βρώμικο
- άτακτος
- απενεργοποιημένος
- Απρεπής
- πικάντικο
- αλμυρός
- πικάντικο
- Αδημοσίευτο
- χυδαίος
- άσεμνος
- Ρισκάδο
- Ακατάλληλο για ανηλίκους
- χονδρόκοκκο
- γήινος
- φάουλ
- Γιγαρτάδικος
- άσεμνος
- απρεπής
- άσεμνος
Nearest Words of leering
Definitions and Meaning of leering in English
leering (s)
showing sly or knowing malice in a glance
(of a glance) sidelong and slyly lascivious
leering (p. pr. & vb. n.)
of Leer
FAQs About the word leering
Τσιμιτώντας
showing sly or knowing malice in a glance, (of a glance) sidelong and slyly lasciviousof Leer
άσεμνος,Βρόμικος,απρεπής,αποδυτήρια,άσεμνος,άσεμνος,χυδαίος,άσεμνος,ελάφι,υποδηλωτικός
Καθαρός,αξιοπρεπής,ακίνδυνος,ακίνδυνος,Πουριτανικός,πουριτανικός,βικτοριανός,Σωστό,ευπρεπής,ζωηρός
leered => κάρφωσα, leere => άδειος, leer => Σβήνω, leep => λιπ, leeme => δαμάσκηνο,