FAQs About the word leese

πηκτοζυμη

To lose., To hurt.

No synonyms found.

No antonyms found.

lee's birthday => Τα γενέθλια του Λη, lees => οινολάσπες, leery => καχύποπτος, leeringly => ειρωνικά, leering => Τσιμιτώντας,