Greek Meaning of leered

κάρφωσα

Other Greek words related to κάρφωσα

Definitions and Meaning of leered in English

Webster

leered (imp. & p. p.)

of Leer

FAQs About the word leered

κάρφωσα

of Leer

με μάτια,εμμονικός,θεωρούμενος,χασμουρήθηκε,κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό,κοίταξε,glowered,θριαμβολογούσε,συνοφρυώθηκε,Παρατηρήθηκε

κοίταξε,διακρίνω,έριξε μια ματιά,Σαρωμένο,βουτηγμένο (σε),κοίταξε κρυφά,περιηγήθηκα,κλείνω το μάτι (σε κάποιον)

leere => άδειος, leer => Σβήνω, leep => λιπ, leeme => δαμάσκηνο, leek => Πράσο,