Greek Meaning of gloated

θριαμβολογούσε

Other Greek words related to θριαμβολογούσε

Definitions and Meaning of gloated in English

Webster

gloated (imp. & p. p.)

of Gloat

FAQs About the word gloated

θριαμβολογούσε

of Gloat

καυχιόταν,καυχιόταν,Χαρούμενος,ενθουσιώδης,δοξασμένος,χαρούμενος,περιποιήθηκε,χάρηκε,πρησμένος,θριάμβευσε

λυπημένος,θρηνούσε,λυπήθηκα,έκλαψε,θρήνησε,θρήνησε

gloat => Επικαιροκρατω, gloar => κοιτάω επίμονα, gloaming => λυκόφως, gloam => λυκόφως, glitz => λάμψη,