Greek Meaning of gloatingly
Βασανιστικά
Other Greek words related to Βασανιστικά
Nearest Words of gloatingly
- glob => σφαίρα
- global => παγκόσμιος
- global aphasia => Παγκόσμια Αφασία
- global climate change => Κλιματική αλλαγή
- global organization => Παγκόσμιος οργανισμός
- global positioning system => Σύστημα εντοπισμού θέσης παγκοσμίως
- global warming => Υπερθέρμανση του πλανήτη
- globalisation => Παγκοσμιοποίηση
- globalise => Παγκοσμιοποιώ
- globalization => Παγκοσμιοποίηση
Definitions and Meaning of gloatingly in English
gloatingly (r)
in a gloating manner
FAQs About the word gloatingly
Βασανιστικά
in a gloating manner
Καυχημά,ευχαρίστηση,αγαλλιάζω,δόξα,χαρά,βουρτσίζω,χαίρομαι,οίδημα,θρίαμβος,καυχιέμαι
θρηνώ,θρηνείν,μετανόηση,κλαίω,θρηνείν,θρηνώ
gloating => gloating, gloated => θριαμβολογούσε, gloat => Επικαιροκρατω, gloar => κοιτάω επίμονα, gloaming => λυκόφως,