FAQs About the word gloatingly

Βασανιστικά

in a gloating manner

Καυχημά,ευχαρίστηση,αγαλλιάζω,δόξα,χαρά,βουρτσίζω,χαίρομαι,οίδημα,θρίαμβος,καυχιέμαι

θρηνώ,θρηνείν,μετανόηση,κλαίω,θρηνείν,θρηνώ

gloating => gloating, gloated => θριαμβολογούσε, gloat => Επικαιροκρατω, gloar => κοιτάω επίμονα, gloaming => λυκόφως,