Greek Meaning of preen
βουρτσίζω
Other Greek words related to βουρτσίζω
Nearest Words of preen
- pre-emptor => προτιμητέος δικαιούχος
- preemptor => προεμποριστής
- pre-emptive strike => Προληπτικό κτύπημα
- preemptive right => Προτιμησιακό δικαίωμα
- preemptive bid => Προληπτική προσφορά
- pre-emptive => προληπτικός
- preemptive => προληπτικός
- pre-emption => προαγορά
- preemption => προτίμηση
- pre-empt => προλαμβάνω
Definitions and Meaning of preen in English
preen (v)
clean with one's bill
pride or congratulate (oneself) for an achievement
dress or groom with elaborate care
FAQs About the word preen
βουρτσίζω
clean with one's bill, pride or congratulate (oneself) for an achievement, dress or groom with elaborate care
αγαλλιάζω,Επικαιροκρατω,δόξα,καυχιέμαι,Καυχημά,Κόρακας,ευχαρίστηση,ζωηρός,κομπάζω,χαρά
θρηνώ,θρηνείν,μετανόηση,κλαίω,θρηνείν,θρηνώ
pre-emptor => προτιμητέος δικαιούχος, preemptor => προεμποριστής, pre-emptive strike => Προληπτικό κτύπημα, preemptive right => Προτιμησιακό δικαίωμα, preemptive bid => Προληπτική προσφορά,