Greek Meaning of pre-emptor
προτιμητέος δικαιούχος
Other Greek words related to προτιμητέος δικαιούχος
- Αίτηση
- κατασχέω
- μετατρέπω
- αρπάζω
- καταλαμβάνω
- κατάσχεση
- κλέβω
- σφετερίζομαι
- παράρτημα
- κατάλληλος
- αλαζόνας
- να υποθέτω Assume
- συνημμένο
- επιτάσσειν
- απαλλοτριώνω
- πειρατής
- Τύπος
- αρπάζω
- αναλαμβάνω
- λεηλατώ
- Υπεξαίρεση
- καταπατώ
- Κατανοώ
- κατάσχεση
- (παραβιάζω)
- λάφυρα
- εφαρμόζω εσφαλμένα
- υπεξαιρώ
- κατάχρηση
- λεηλασία
- απασχολούν
- επανακτησις
- κατασχεῖν
- παράβαση
- κλειδί
- παλεύω
Nearest Words of pre-emptor
Definitions and Meaning of pre-emptor in English
pre-emptor (n)
someone who acquires land by preemption
a bidder in bridge who makes a preemptive bid
FAQs About the word pre-emptor
προτιμητέος δικαιούχος
someone who acquires land by preemption, a bidder in bridge who makes a preemptive bid
Αίτηση,κατασχέω,μετατρέπω,αρπάζω,καταλαμβάνω,κατάσχεση,κλέβω,σφετερίζομαι,παράρτημα,κατάλληλος
No antonyms found.
preemptor => προεμποριστής, pre-emptive strike => Προληπτικό κτύπημα, preemptive right => Προτιμησιακό δικαίωμα, preemptive bid => Προληπτική προσφορά, pre-emptive => προληπτικός,