Greek Meaning of embezzle
Υπεξαίρεση
Other Greek words related to Υπεξαίρεση
- υπεξαιρώ
- κλέβω
- σφετερίζομαι
- παράρτημα
- κατάλληλος
- αλαζόνας
- συνημμένο
- επιτάσσειν
- κατασχέω
- μετατρέπω
- απαλλοτριώνω
- αρπάζω
- κατάσχεση
- εφαρμόζω εσφαλμένα
- κατάχρηση
- υπεξαίρεση
- πειρατής
- προλαμβάνω
- επανακτησις
- κατάσχεση
- αρπάζω
- αναλαμβάνω
- να υποθέτω Assume
- Αίτηση
- γιακάς
- λεηλατώ
- καταπατώ
- Κατανοώ
- (παραβιάζω)
- λάφυρα
- καταλαμβάνω
- λεηλασία
- απασχολούν
- Τύπος
- κατασχεῖν
- παράβαση
- κλειδί
- παλεύω
Nearest Words of embezzle
Definitions and Meaning of embezzle in English
embezzle (v)
appropriate (as property entrusted to one's care) fraudulently to one's own use
embezzle (v. t.)
To appropriate fraudulently to one's own use, as property intrusted to one's care; to apply to one's private uses by a breach of trust; as, to embezzle money held in trust.
To misappropriate; to waste; to dissipate in extravagance.
FAQs About the word embezzle
Υπεξαίρεση
appropriate (as property entrusted to one's care) fraudulently to one's own useTo appropriate fraudulently to one's own use, as property intrusted to one's care
υπεξαιρώ,κλέβω,σφετερίζομαι,παράρτημα,κατάλληλος,αλαζόνας,συνημμένο,επιτάσσειν,κατασχέω,μετατρέπω
No antonyms found.
embetter => βελτιώνω, emberizidae => Καρδερίνες, emberiza schoeniclus => Κοκκινολαίμης σπίζα, emberiza hortulana => Κιρκαέτιος, emberiza citrinella => Καναρινάκι,