FAQs About the word embillow

διπλώνω

To swell or heave like a ///// of the sea.

No synonyms found.

No antonyms found.

embezzling => υπεξαίρεση, embezzler => υπεξαιρέτης, embezzlement => υπεξαίρεση, embezzled => υπεξαίρεση, embezzle => Υπεξαίρεση,