FAQs About the word preexist

προϋπάρχων

exist beforehand or prior to a certain point in time

προηγούμαι,Προημερολογείται,προγεννέστερος,προηγείσθαι,παραιτούμαι

ακολουθήστε,Μεταχρονολόγηση,επιτυχία

preen => βουρτσίζω, pre-emptor => προτιμητέος δικαιούχος, preemptor => προεμποριστής, pre-emptive strike => Προληπτικό κτύπημα, preemptive right => Προτιμησιακό δικαίωμα,