FAQs About the word predate

προγεννέστερος

be earlier in time; go back further, come before, prey on or hunt for, establish something as being earlier relative to something else

προηγούμαι,Προημερολογείται,παραιτούμαι,προηγείσθαι,προϋπάρχων

ακολουθήστε,Μεταχρονολόγηση,επιτυχία

predacious => αρπακτικός, predaceous => αρπακτικό, precursory => προδρομικός, precursor => πρόδρομος, precordium => θώρακας,