Greek Meaning of precursor
πρόδρομος
Other Greek words related to πρόδρομος
- άγγελος
- πρόδρομος
- προάγγελος
- κήρυκας
- Σημάδι
- σύμπτωμα
- πρόδρομος
- ορεκτικό
- προπομπός
- διαφημιστής
- εκφωνητής
- οιωνός
- προστασία
- προπομπός
- καλλιτέχνης εραλδικών συμβόλων
- προμήνυμα
- Ταχυδρόμος
- πλανόδιος πωλητής
- οιωνοσκόπος
- προαίσθημα
- προάγγελος
- προμήνυμα
- προειδοποίηση
- αγγελιαφόρος
- οιωνός
- οιωνός
- προεικονιζόμενος
- προμήνυμα
- αναγγέλοντας
- Δρομέας
Nearest Words of precursor
Definitions and Meaning of precursor in English
precursor (n)
a substance from which another substance is formed (especially by a metabolic reaction)
a person who goes before or announces the coming of another
something that precedes and indicates the approach of something or someone
FAQs About the word precursor
πρόδρομος
a substance from which another substance is formed (especially by a metabolic reaction), a person who goes before or announces the coming of another, something
άγγελος,πρόδρομος,προάγγελος,κήρυκας,Σημάδι,σύμπτωμα,πρόδρομος,ορεκτικό,προπομπός,διαφημιστής
παρενέργεια,παράγωγος,Απόγονος,Απόγονος,ανάπτυξη,κόρη,παράρτημα,Γιος,σπιν οφ
precordium => θώρακας, precordial => Πρεκορδιακός, precooled => προψυγμένο, precooked => Προψημένο, precook => προμαγειρεύω,