Greek Meaning of pre-emption
προαγορά
Other Greek words related to προαγορά
- προσάρτηση
- ιδιοποίηση
- κρίση
- εξαγορά
- σφετερισμός
- αλαζονεία
- επίταξη
- κράτηση
- απαλλοτρίωση
- παράβαση
- εισβολή
- κατάχρηση
- κατοχή
- επάγγελμα
- κλοπή
- υπόθεση
- συνημμένο αρχείο
- κατάσχεση
- υπεξαίρεση
- λεηλασία
- Έκρηξη
- υπεξαίρεση
- παραβίαση
- αρπάζω
- Κατάσχεση
- λεηλασία
- εσφαλμένη εφαρμογή
- Απαλλοτρίωση
- υπεξαίρεση
- λεηλασία
- πειρατεία
- επανάκτηση
- κατάσχεση
- απόσυρση
- παράβαση
Nearest Words of pre-emption
- preemptive => προληπτικός
- pre-emptive => προληπτικός
- preemptive bid => Προληπτική προσφορά
- preemptive right => Προτιμησιακό δικαίωμα
- pre-emptive strike => Προληπτικό κτύπημα
- preemptor => προεμποριστής
- pre-emptor => προτιμητέος δικαιούχος
- preen => βουρτσίζω
- preexist => προϋπάρχων
- preexistence => προΰπαρξη
Definitions and Meaning of pre-emption in English
pre-emption (n)
the judicial principle asserting the supremacy of federal over state legislation on the same subject
the right of a government to seize or appropriate something (as property)
the right to purchase something in advance of others
a prior appropriation of something
FAQs About the word pre-emption
προαγορά
the judicial principle asserting the supremacy of federal over state legislation on the same subject, the right of a government to seize or appropriate somethin
προσάρτηση,ιδιοποίηση,κρίση,εξαγορά,σφετερισμός,αλαζονεία,επίταξη,κράτηση,απαλλοτρίωση,παράβαση
No antonyms found.
preemption => προτίμηση, pre-empt => προλαμβάνω, preempt => προλαμβάνω, preemployment training program => Πρόγραμμα κατάρτισης πριν την πρόσληψη, pre-eminently => εξαιρετικά,