Greek Meaning of prefabricate
προκατασκευάζω
Other Greek words related to προκατασκευάζω
- συναρμολογώ
- χτίζω
- ξυλουργός
- κατασκευή
- σχεδιασμός
- επινοώ
- όρθιος
- φτιάχνω
- μακιγιάζ
- Κατασκευή
- κομμάτι
- αρχίσετε
- νόμισμα
- συλλαμβάνω
- επινοώ
- κατασκευάζω
- Επινοώ
- Δημιουργήσετε
- καθιερώστε
- μόδα
- σφυρηλατώ
- βρέθηκε
- πλαίσιο
- παράγω
- σφυρί
- χειροτεχνία
- φαντάζομαι
- εγκαινιάζω
- αρχίζω
- καινοτομώ
- Ινστιτούτο
- εφεύρω
- φτιάχνω
- καλούπι
- οργανώνω
- προέρχομαι
- Παραγωγή
- βάζω
- ανυψώνω
- πίσω
- ανοικοδομώ
- ανακατασκευάζω
- αναβάθμιση
- εγκαθίστατε
- σχήμα
- μαγειρεύω
- σκέφτομαι (πάνω)
- συνδυάζω
- Αποτελώ
- πατέρας
- επανασυναρμολογώ
- Ανασυγκρότηση
- ξαναχτίζω
- εμέω
- ενωθείτε
- Κακοφτιαγμένος
- εγκαθιστώ
Nearest Words of prefabricate
Definitions and Meaning of prefabricate in English
prefabricate (v)
to manufacture sections of (a building), especially in a factory, so that they can be easily transported to and rapidly assembled on a building site of buildings
produce synthetically, artificially, or stereotypically and unoriginally
FAQs About the word prefabricate
προκατασκευάζω
to manufacture sections of (a building), especially in a factory, so that they can be easily transported to and rapidly assembled on a building site of building
συναρμολογώ,χτίζω,ξυλουργός,κατασκευή,σχεδιασμός,επινοώ,όρθιος,φτιάχνω,μακιγιάζ,Κατασκευή
αποσυναρμολογώ,Αποσυναρμολογώ,διαμελίζω,ισοπεδώνω,καταρρίπτω,τραβήξτε προς τα κάτω,πολτοποιώ,κατεδάφισε,ερείπια,συντρίβω
prefab => Προκατασκευή, pre-existing => προϋπάρχων, preexisting => προϋπάρχων, pre-existent => Προϋπάρχων, preexistent => προϋπάρχον,