Greek Meaning of rig (up)

εγκαθιστώ

Other Greek words related to εγκαθιστώ

Definitions and Meaning of rig (up) in English

rig (up)

to assemble or improvise (as equipment)

FAQs About the word rig (up)

εγκαθιστώ

to assemble or improvise (as equipment)

ανοικοδομώ,ξαναχτίζω,αναβάθμιση,εμέω,μαγειρεύω,σκέφτομαι (πάνω),αρχίσετε,συνδυάζω,συλλαμβάνω,Αποτελώ

Έκρηξη,αποσυναρμολογώ,Αποσυναρμολογώ,διαμελίζω,ισοπεδώνω,καταρρίπτω,επίπεδο,τραβήξτε προς τα κάτω,ερείπια,Απεργία

rig (out) => Εξοπλίζω, rifts => ρωγμές, rift valleys => Ρήγματα, rifles => τουφέκια, riflemen => Τυφεκιοφόροι,